στεκτικαί

στεκτικαί
στεκτικός
of
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • στεκτικός — ή, όν, Α [στέγω] 1. αυτός που καθιστά στεγανό κάτι 2. φρ. «τέχνας ῥευμάτων στεκτικαί» η οικοδομική τέχνη (Πλάτ.). επίρρ... στεκτικῶς Α με προφύλαξη, με προσοχή, προσεκτικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”